Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Φωτογραφία και λόγος

Για την όποια σχέση φωτογραφίας και λόγου.

Η πρώτη μου έκθεση ιδεών....

Όπου φωτογραφία = το προϊόν της μηχανικής αποτύπωσης του χώρου σε κάποιο δεδομένο χρόνο, το κάδρο, το θέμα, η διαδικασία, η σύλληψη, η εκτύπωση στο χαρτί, ή στην οθόνη κάποιου τερματικού, κάτι χειροπιαστό που προέκυψε από κάτι ορατό, ίσως και δίχως ύλη (είδωλο σκιάς/φωτός).
Και λόγος= η δικαιολογία, η λογική, οι έννοιες, τα επιχειρήματα, οι λέξεις, η ανάλυση με λέξεις του περιεχόμενου της φωτογραφίας, η σχέση αναλογίας του ενός προς το άλλο.
Γραπτός λόγος, ή προφορικός λόγος, δεν έχει σημασία.
Συχνά ακούμε να λένε το πολυφορεμένο: «μια φωτογραφία = χίλιες λέξεις».
Μιλάμε για κοινά αποδεκτές λέξεις - έννοιες με τις οποίες επικοινωνούμε για να περιγράψουμε, ή να δώσουμε με το λόγο κάτι που να πλησιάζει τη φωτογραφία, πράγμα φυσικά αδύνατο.
Και πραγματικά, το αντίθετο δεν γίνεται, και ποτέ δεν μπορεί να περιγράψει κανείς ακριβώς μια φωτογραφία με τα λόγια με όσες λέξεις και να γνωρίζει.
Η φωτογραφία, θα μας "μιλήσει" μόνη της, αν έχει κάτι να πει, κι αν εμείς μπορέσουμε θα το καταλάβουμε.
Γιατί οι λέξεις, απευθύνονται στη λογική, αλλά η φωτογραφία μιλάει μέσω της όρασης, στη ψυχή, στο συναίσθημα. Ο καθένας όμως έχει το δικό του ψυχικό κόσμο, το δικό του μεταφραστή και μόνο αυτόν εμπιστεύεται.
Οι δάσκαλοι της φωτογραφίας συχνά χρησιμοποιούν φωτογραφίες στα μαθήματά τους. Μερικές φορές επιστρατεύουν και το λόγο, τη λογική, τις λέξεις για στηρίξουν ή να περιγράψουν ποιο καλά τα όσα προσπαθούν να μεταδώσουν στις ψυχές των νέων φωτογράφων, στοχεύοντας μέσα από το λόγο στην αισθητική τους.
Υπάρχουν περιπτώσεις όμως όπου ο λόγος στρέφει το μυαλό σε περίεργα μονοπάτια, προκαλεί σύγχυση με διπλά μηνύματα συχνά αντίθετα, ή περιορίζει τη φαντασία. Όπως και η ορατή πραγματικότητα από την άλλη, προκαλεί σοκ όταν μέσω του λόγου και μόνο, έχουμε πλάσει μια εικόνα φανταστική, υπερβατική, στην μπροστά στην  οποία η πραγματικότητα υστερεί, ή υπερβάλλει σε σχέση με το όραμα που δημιουργήσαμε.
Να γιατί μερικές φορές το ταξίδι ευχόμαστε ποτέ να μη τελειώσει και φτάσουμε να δούμε τι έχει στο τέρμα.
Άλλο ένα θέμα σημαντικό που προκύπτει από τη σχέση φωτογραφίας και λόγου.
Έχει λεχθεί: «Η τέχνη δεν προκύπτει με τη παρθενογένεση».
Ιστορικά και πειραματικά έχει διαπιστωθεί πως αντιγράφουμε αρχικά κάτι για τον απλό λόγο ότι μας αρέσει, και στη συνέχεια προσπαθούμε να το κάνουμε ποιο όμορφο, να του δώσουμε μια δική μας ερμηνεία, να το κάνουμε δικό μας, γνωρίζοντας πως ο άλλος για την εποχή του και την αισθητική του έδωσε ότι ποιο καλό είχε.
Κατά κάποιο τρόπο, ο καθένας δημιουργός προσπαθεί να αφήσει τον κόσμο ποιο καλό κι όμορφο από ό,τι το βρήκε. Έτσι το να μας αρέσει κάτι είναι θαυμάσιο, το να προσπαθήσουμε και εμείς να κάνουμε κάτι θαυμάσιο, είναι το ίδιο σημαντικό.
Όμως, άλλο αντιγράφω το έργο κάποιου δημιουργού, κι άλλο αντλώ φωτογραφικά θέματα από τη φύση. Από τη στιγμή που ο φακός καταγράφει κάτι ορατό που βρίσκεται μπροστά και γύρω μας, δεν υπάρχει θέμα αντιγραφής, αλλά προσωπικής επιλογής και ερμηνείας. Και δεν χρειάζονται ούτε λόγοι, ούτε αναλύσεις, ούτε φιλολογία για να δικαιολογήσουμε γιατί πήραμε μια φωτογραφία που μας άρεσε, ή μας προκάλεσε κάτι αρνητικό.
Τη κρίση θα την εκφέρει ο θεατής, κι αν είναι έμπειρος και ειλικρινής, θα είμαστε τυχεροί.
Εδώ ο λόγος αποκτά ιδιαίτερη αξία καθώς αρκεί να είναι απλός, κατανοητός, ευθύς, κι όχι κολακευτικός, ή ψεύτικος. Διαφορετικά τα μυαλά του δημιουργού θα πάρουν αέρα, ή θα απογοητευτεί.
Το θέμα είναι να αποκτήσουμε το αισθητήριο εκείνο που θα μας προφυλάξει από τις ανίερες και βάρβαρες αντιγραφές άλλων έργων ή της φύσης. Αυτές που ξεδιάντροπα και ασύστολα θα προσπαθήσουν κάποιοι με τη χρήση του λόγου και της τεχνολογίας να μας επιβάλλουν αργότερα ως «τέχνη» δήθεν πρωτοποριακή.
Θαυμάσια φωτογραφικά έργα έχουν γίνει διότι κάποιος εμπνεύστηκε από κάτι όμορφο που βρήκε εμπρός στα μάτια του, ή κάποιο πίνακα ή φωτογραφία που κάποιος άλλος δημιούργησε. Οι περισσότερες εικόνες που θα απασχολήσουν το μυαλό μας για κάποιο λόγο, θα αποτελέσουν μια «βάση δεδομένων» για σύγκριση και αξιολόγηση των επόμενων δικών μας φωτογραφιών.
Από τις  δικές μας φωτογραφίες, αυτές που μας αρέσουν, η λογική λέει πως: ίσως μας θυμίζουν κάτι άλλο, κάτι που κάποιος άλλος δημιούργησε, ή πως μοιάζουν τόσο πολύ με το έργο του άλλου, ώστε να πιστέψουμε πως γίναμε μεγάλοι φωτογράφοι και εμείς.
Από την άλλη, για να ξεφύγουμε δια παντός από αυτή τη σύγκριση, θέλουμε να έχουμε δικό μας προσωπικό στυλ. Αυτό και πάλι είναι δίκοπο μαχαίρι για τον απλό λόγο πως πολλές φωτογραφίες-ντοκουμέντου είναι τόσο δυνατές από μόνες τους όταν συμβαίνουν, ώστε κάθε προσπάθεια προσωποποίησης, ή ωραιοποίησης να ισοδυναμεί με κακέκτυπο αντίγραφο.
Αυτό είναι ένας κίνδυνος για το φωτογράφο γιατί αν έχει δει και μελετήσει και καταχωρίσει στη φωτογραφική του μνήμη μερικές χιλιάδες αξιόλογες φωτογραφίες, πριν αρχίσει να δοκιμάζει τις δικές του δυνάμεις, τότε είναι πολύ εύκολο είτε να τρομάξει από τον όγκο και το μεγαλείο των όμορφων φωτογραφιών και να μη τολμήσει ποτέ να ανοίξει τα δικά του φτερά, είτε να αρχίσει να αντιγράφει και να μιμείται «τυφλά» δίχως κρίση δηλαδή, ότι του άρεσε. Ο φωτογράφος πρέπει να μάθει να ζει με την αποτυχία, να μαθαίνει όμως από αυτή.
Αν πάλι δεν έχει ασχοληθεί με την ιστορία της φωτογραφίας και την αισθητική της, ίσως βρει το δικό του δρόμο. Μόνο που θα χρειαστεί πάρα πολλές προσπάθειες, μελέτη, αυτοκριτική, εργασία, και πάλι εργασία και ακόμη ποιο αυστηρή αυτοκριτική. Αυτό είναι που λέμε αυτοδίδακτος.
Ο καλός δάσκαλος φωτογραφίας, πρέπει να μεταφέρει όλη τη προηγούμενη γνώση δίχως να κάψει τα φτερά και να σβήσει τα όνειρα του νέου φωτογράφου. Δύσκολα πράγματα με την έκταση που έχει λάβει η φωτογραφία διεθνώς.
Σαφώς και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να μην έχει δει κανείς φωτογραφίες άλλων φωτογράφων και να μην έχει επηρεαστεί από αυτές, διαφορετικά τι σόι αξιόλογες φωτογραφίες θα υπήρχανε; Ή να το θέσω αλλιώς.
Τι τον έσπρωξε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία αν δεν είδε πριν κάτι που του άρεσε;
Όμως η διαμόρφωση της αισθητικής ενός προσωπικού στυλ μόνο με βάση το λόγο κι όχι την πείρα, ειδικά για τη φωτογραφία, δεν ξέρω αν μπορεί πλέον να οδηγήσει τους καλούς φωτογράφους, να γίνουν ποιο καλοί.
Συχνά ακούμε για το πόσο σημαντικό είναι το σκεπτικό, το θέμα, για τις σκέψεις και τα συναισθήματα που πρέπει να καταγραφούν σε μια φωτογραφία, ή μια σειρά από φωτογραφίες. Η πραγματική της σημασία και αξία της φωτογραφίας φαίνεται ή να έχει ξεπεραστεί, ή να μην έχει κατανοηθεί πλήρως.
Κι όμως μεγάλοι φωτογράφοι έχουν δηλώσει πως ποτέ δεν πήραν από μια φωτογραφία αυτό που έβαλαν. Τι λοιπόν είναι αληθές;
Στην εφαρμοσμένη φωτογραφία, για τη προβολή κάποιου προϊόντος, ή κάποιας ιδέας, ίσως αυτό να βοηθήσει, αν και η κινούμενη εικόνα είναι η πλέον αρμόδια.
Η δική μας φωτογραφία απλά καταγράφει μια και για πάντα αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, κι ίσως παραμένει αόρατο μέχρι να το δούμε στο χαρτί, ή στην οθόνη.
Η αξία του φωτογράφου, η εκπαίδευση και η αισθητική του σε αυτό πρέπει να κατευθύνεται.
Συχνά για μια καλή φωτογραφία αρκούν ως εκκίνηση κι ως θέμα: το όμορφο φυσικό φως, ένα ντοκουμέντο, κάτι άσχημο ή όμορφο, φυσικό ή αφύσικο, μια επανάληψη, η μοναχική διαφορά μέσα στην επανάληψη, κάτι εντελώς αφαιρετικό ή συγκεκριμένο, μια σκιά, ένας συμβολισμός, ένα φυσικό φαινόμενο, μια νεκρή φύση, μια σύνθεση που φτιάξαμε, ή τη βρήκαμε έτοιμη, κάθε τι αυθεντικό, μια λεπτομέρεια, κάτι πολύ κοινό, ή αντίθετα πολύ σπάνιο και εξεζητημένο κλπ.
Η γνώση της τεχνικής είναι αυτή που θα βοηθήσει στη δημιουργική καταγραφή.
Η αισθητική μας είναι αυτή που θα βάλει «το κερασάκι στη τούρτα» και θα δώσει πνοή αυτόνομης ζωής στη φωτογραφία.
Αν στη πορεία της φωτογραφικής εκπαίδευσης και ειδικά στην αρχή, προκύψουν κάποιες δικές μας φωτογραφίες που μας αρέσουν, θα πρέπει να είμαστε διπλά προσεκτικοί διότι υπάρχει πάντα η περίπτωση να υπάρχει κάποια σύνδεση με προκαταλήψεις και εικόνες που μας έχουν επιβληθεί ως αξιόλογες, δίχως πραγματικά να είναι.
Ειδικά αν είναι φωτογραφίες που έχουν προκύψει σε μια προσπάθεια μίμησης κάποιων έργων τέχνης, θα πρέπει να είμαστε διπλά «κουμπωμένοι» με την πρόωρη αισθητική μας.
Θα έλεγα ως συμβουλή πως ποτέ πριν από το «λιώσιμο» του πρώτου κλείστρου, της πρώτης μας μηχανής, να μην πιστέψουμε πως έχουμε δέκα καλές φωτογραφίες για να τις εκθέσουμε.
Για να μη γίνουμε ρόμπα, όχι τίποτα άλλο.
Α μια φωτογραφία από την αρχή δεν μας αρέσει, πρέπει να την εξαφανίσουμε και να την ελέγξουμε ξανά μετά από μερικές χιλιάδες φωτογραφίες.
Η τελική διαγραφή-καταστροφή θα πρέπει πάντα να λειτουργεί ως λύτρωση από ένα λάθος, αφού πρώτα όμως εξαντλήσουμε όλα τα πιθανά και απίθανα μαθήματα από την αποτυχία μας.
Το μεγάλο πρόβλημα με τη φωτογραφία ως τέχνη, είναι πως καταγράφοντας μια ορατή πραγματικότητα δύσκολα μπορούμε εμείς οι ίδιοι να θεωρήσουμε ως τέχνη την αντιγραφή της πραγματικότητας. Κι αν εμείς δεν πιστέψουμε σε αυτό που κάνουμε, πως θα πιστέψουν οι άλλοι;
Όμως, η τέχνη και ένα από τα μυστικά της φωτογραφίας είναι στη μετουσίωση και τη προβολή της δικής μας επιλογής από το χάος που μας περιβάλλει. Μπορεί όλοι όσοι είναι γύρω μας να βλέπουν προς την ίδια κατεύθυνση, πόσοι όμως θα δουν πραγματικά αυτό που θα κυριαρχήσει και θα αναδείξει τη φωτογραφία μας από το σωρό; Λογικά, αν δεν υπάρχει δίπλα άλλος δεινός φωτογράφος; ουδείς!
Δεν είναι ντροπή να αντλούμε έμπνευση από το έργο των άλλων, ντροπή είναι να αντιγράφουμε ξεδιάντροπα και να προσπαθούμε με το λόγο να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα που φαίνονται σε μια φωτογραφία.
Με λίγα λόγια, αν μια φωτογραφία χρειάζεται το λόγο, ή έστω τη λεζάντα για να μας αρέσει, τότε ποιο καλά να πάμε στην επόμενη. Ακόμη χειρότερα, αν δείχνοντας σε κάποιον μια φωτογραφία αρχίσουμε να εξηγούμε και να μιλάμε σχετικά με αυτή για να τη δικαιολογήσουμε, τότε δεν θα γίνουμε ποτέ καλοί φωτογράφοι.
Η κατανόηση του θέματος, δεν έχει καμιά σχέση με την καλλιτεχνική αξία, ή την απαξία της φωτογραφίας, καθώς ο μόνος δρόμος είναι αυτός της καρδιάς και του συναισθήματος.
Πολλοί φωτογράφοι φοβούνται  ή ντρέπονται να δείξουν τις φωτογραφίες τους όταν μοιάζουν με φωτογραφίες.
Υπάρχει πλέον ένα τεράστιο πρόβλημα με τις άπειρες φωτογραφίες που «κρεμάνε» οι φωτογράφοι στο διαδίκτυο και συχνά θα δούμε ίδιες αισθητικές, τεχνικές, ή θεματολογία, ειδικά από φωτογράφους μιας ίδιας χώρας. Αν κάποια φωτογραφία μας μοιάζει, ή μοιάσει με κάποια άλλη και το γνωρίζουμε πως δεν έγινε σκόπιμα, δεν χάθηκε ο κόσμος.
Αν όμως έχουμε αντιγράψει, μέρος, ή το όλο με πλήρη επίγνωση, τότε ας κοιταχτούμε στο καθρέπτη κι ας χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη του λόγου που τυχόν κατέχουμε, γιατί θα μας χρειαστεί.
Τη προσπάθεια να μιλήσουν οι φωτογράφοι και να εκφράσουν συναισθήματα ή να αρθρώσουν λόγο με μια ακίνητη, βουβή και συχνά θλιμμένη φωτογραφία τους μπορώ να τη δεχτώ μόνο ως ένα ακόμη μάθημα για το τι πραγματικά είναι η φωτογραφία.
Για κάθε φωτογραφία που μας αρέσει, ή δεν μας αρέσει, ο μόνος δυνατός και αποδεκτός λόγος που ανέχομαι πλέον είναι: «μου αρέσει» / « δεν μου αρέσει». Αρκεί αυτός που ομιλεί, να είναι ένας άξιος, δημιουργός φωτογράφος.
Διαφορετικά; "η σιωπή είναι χρυσός"!
Μου αρέσει / δεν μου αρέσει / σιωπή...

Αυτή ας είναι και η μοναδική σχέση της φωτογραφίας με το λόγο.

Γιάννης Γλυνός Μάιος 2013