Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

"τα ρηχά τα πιάτα"



Ορφανές φωτογραφίες

Με αφορμή τα «ρηχά τα πιάτα» που ανακάλυψαν μέσα σε ένα κιβώτιο, κάπου στην Αμερική (USA), σε μια δημοπρασία, μου ήρθαν και πάλι σκέψεις και ερωτήματα. 
Με απασχόλησαν τα πνευματικά δικαιώματα, η ουσία της φωτογραφίας, η κοινωνική και πολιτιστική αξία της, οι εφαρμογές της, οι δημιουργοί φωτογράφοι, το έργο τέχνης, η ποσότητα και η ποιότητα.
Στο τέλος φυσικά με απασχόλησε σε ποιόν ανήκει το έργο τέχνης, τόσο όταν ζει, όσο και μετά θάνατο.
Προβληματίζομαι γιατί τελικά οι δημιουργοί που σπάνια είναι και εμπορικοί, πεθαίνουν στη ψάθα. Ξαφνικά, ως δια μαγείας, κάποιοι ανακαλύπτουν τα ρηχά τα πιάτα (πως η φωτογραφία είναι τέχνη) και θησαυρίζουν δίχως να έχουν πληρώσει τον ιδιοκτήτη ούτε ένα σέντσι.
Δίχως διαθήκη, δίχως κληρονόμους, δίχως έστω κάποιο που να γνωρίζει τι πάει να πει πολιτισμός, φωτογραφία, ζωή, οι φωτογραφίες θα έπρεπε να θάβονται με το γονέα τους ίσως.
Τώρα, τα οικονομάνε χοντρά κάποιοι πουλώντας κάτι που δεν τους ανήκει, που δεν έχουν ιδέα πως γίνεται, ή πως έγινε, τι αξίζει πραγματικά, ποιος ήταν αυτός, ή αυτή που το δημιούργησαν.
Και ξαφνικά, μέσα στο κιβώτιο, ανακαλύπτουν τραβηγμένα και εμφανισμένα φιλμ, φωτογραφίες, αλλά και ανεμφάνιστα φιλμ. 
Ένα αρχείο γεμάτο μυστήριο σχετικά με τη προέλευσή του, που τάχα μας το αποκαλύπτουν μέσα από τις φωτογραφίες που δημοσιοποιούν. 
Αυτό κι αν είναι απάτη! Μυστήριο το λένε τώρα. 
Δεν είναι περίεργο που όσο ζούσε η φωτογράφος-νοσοκόμα κανείς δεν την γνώριζε, και ξαφνικά, μια σημοσίευση στο ιντερνετ έφερε τα επάνω- κάτω; Αναρωτιέμαι.
Ένα ακόμη αρχείο βρέθηκε, που υπήρξε γιατί μια φορά και ένα καιρό, τραβούσαμε φωτογραφίες γιατί έστι μας άρεσε, σε φιλμ (δεν υπήρχε κάτι άλλο), και φυσικά ήταν κόπος να γράψουμε-χαράξουμε σε κάθε καρέ ένα κωδικό, ένα όνομα, κάτι που να δείχνει ποιος έκανε το ατόπημα να τραβήξει φωτογραφίες.Η αρχειοθέτηση είναι άλλη ιστορία και σπάνια οι δημιουργοί αφιερώνουν το πολίτιμο χρόνο τους στην διαδικασία αυτή που βασικά και συχνά, αποκτά σημασία μετά θάνατο.
Γιατί ο φωτογράφος, όσο ζει, πρέπει να φωτογραφίζει.
Κανείς δεν μας λέει πως θα ζει, με τι θα ζει, για να μπορεί να φωτογραφίζει.
Το ανεπανάληπτο έργο του, πρέπει να μείνει μόνο για να το βρουν έτοιμο οι άλλοι.
Σήμερα, με τους νόμους για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα είναι ατόπημα να γυρνάς στο δρόμο και να φωτογραφίζεις το καθένα, άρα το έργο αποκτά αξία ποιο μεγάλη.
Μαζί με τους δημιουργούς και το φιλμ, ίσως πέθανε και η αυθεντική φωτογραφία δρόμου.
Παρά το ότι χιλιάδες, εκατομμύρια πρόσφατα τραβηγμένες ψηφιακές φωτογραφίες αναρτώνται καθημερινά, παραμένει η αξία της προσωπικής ματιάς, της στιγμής, το ντοκουμέντο. 
Ο χρόνος, το ποτάμι, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Και αυτό δίνει πρόσθετη, φιλολογική αξία στις παλιές φωτογραφίες, ακόμη κι αν αισθητικά υστερούν σε σύγκριση με τις σύγχρονες, ή προέρχονται από κάποιο «άγνωστο/άγνωστη» φωτογράφο.
Τώρα, μένει να "ανακαλυφθούν" τα αρχεία (τα ρηχά τα πιάτα που λέγαμε), οι αυτοδίδακτοι και οι ερασιτέχνες φωτογράφοι, τα χιλιάδες φιλμ που σκονίζονται στις αραχνιασμένες γωνιές και φυσικά όλα αυτά που για τους κληρονόμους του πολιτισμού και του έργου τέχνης και μιας ζωής που απλά και περιεκτικά, ισοπεδωτικά και ανερυθρίαστα ονομάζουμε «ερασιτεχνικές φωτογραφίες».
Το πλέον τραγικό πρόβλημα δεν είναι όμως τα φιλμ και οι τυπωμένες φωτογραφίες, αλλά είναι οι ψηφιακές.Οι σκληροί μας δίσκοι είναι ποιο ευάλωτοι από τα φιλμ, κι ας δείχνουν σκληροί.
Όλες αυτές οι φωτογραφίες προσωπικής ματιάς, έστω και "ανόητες", που ανεβάζουμε στα blog και στα σαλόνια της κοινωνικής δικτύωσης - εξαθλίωσης, αυτές που οι κατασκευαστές μας παρακινούν να μοιραζόμαστε, για να τις χαρούμε περισσότερο, δήθεν. Και είναι αυτές που ίσως κάποια στιγμή τις δούμε σε κάποια διαφήμηση, κι άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι γάιδαρος.
Μα, πίσω από το φακό και τη φωτογραφική, όλοι κάνουν πως ξεχνούν ότι υπήρξε, υπάρχει, και θα υπάρχει ο μοναχικός συνήθως άνθρωπος που θαυμάζει, απορεί, οργίζεται, θλίβεται, σκέπτεται από αυτό που βλέπει στο δρόμο και ενστικτωδώς το φωτογραφίζει.
Σε κάθε φωτογραφία, αυτός που βλέπει, "βλέπει" το φωτογράφο, όχι το θέμα, όχι τη φωτογραφία.
Όλοι αυτοί που ανακαλύπτουν ορφανά και  ξεχασμένα αρχεία με φωτογραφίες, έχουν πιάσει το νόημα. 
Τα προβάλλουν, εκδίδουν βιβλία, οργανώνουν εκθέσεις. 
Θα γίνει ντόρος, θόρυβος, οι δημοσιογράφοι θα αναφέρουν κάτι σχετικό από το δελτίο τύπου, οι τεχνοκριτικοί θα πουν και πέντε κουβέντες, θα τους δώσουν αξία ίσως και πέρα από αυτή που πραγματικά έχουν. 
Θα βρεθούν και αρκετοί που θα μείνουν σοκαρισμένοι και εμβρόντητοι από τις θαυμάσιες φωτογραφίες, θα βάλουν ίσως και τα κλάματα. Όχι φυσικά για το μοναχικό δημιουργό. Αυτόν, καθώς και τα σχετικά σχόλια για τη ζωή του, θα τα χρησιμοποιήσουν μόνο για να αυξήσουν τις τιμές πώλησης.
Η ουσία είναι πως συνήθως ο μοναχικός δημιουργός, φεύγει μόνος και έρημος, ξεχασμένος, γιατί ουδέποτε κάποιος εκτίμησε τις φωτογραφίες του όσο ζούσε, ή , κι αν τις εκτίμησε, δεν αγόρασε καμιά.
Οι περισσότεροι ερασιτέχνες φωτογράφοι, κάνουν και μια διαφορετική εργασία, ίσως και εντελώς άσχετη με τη φωτογραφία για να έχουν τα αναγκαία για την επιβίωση.
Τελικά, όλα καταλήγουν στο εμπόριο. 
Και οι έμποροι αναζητούν πελάτες, για να υπάρξει ζήτηση, να ανεβούν οι τιμές. Κάτι που ο σεμνός δημιουργός αγνοούσε όσο ζούσε. 
Ένα πράγμα που κανείς δημιουργός δεν θα καταφέρει πραγματικά να το ασκήσει με επιτυχία τέτοια, που όσο ζει να του αποδώσει για το έργο του ανάλογο τίμημα με αυτό που οι συλλέκτες και οι έμποροι θα διαμορφώσουν μετά θάνατο.
Με λίγα λόγια, όσα κι αν απαιτήσει εν ζωή ο δημιουργός, ο πραγματικός καλλιτέχνης για το έργο του, θα είναι ψίχουλα μπροστά στην αξία που θα πάρει το έργο μετά το θάνατό του. 

Έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις;
"Για να γυρίσει ο ήλιος", θέλει ο πολιτισμός να μπορεί πέρα από την πληροφορία που εισχωρεί παντού μέσα από το διαδίκτυο και μέσα από κάθε τερματικό, να μπορεί να γίνει κτήμα του καθενός.
Πως θα γίνει αυτό; Μα  με το να μπορεί ο κόσμος να αποκτήσει και να κρεμάσει στο σπίτι έστω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νέου φωτογράφου, γνωστού, ή άγνωστου. Να αγοράσει ένα μουσικό δίσκο, ένα βιβλίο, ένα χαρακτικό έστω, μια ταινία σε DVD, ένα λεύκωμα-μονογραφία με φωτογραφίες, απλά γιατί του αρέσει και έχει τη δυνατότητα (οικονομική) να το κάνει.
Όλα τα άλλα, προέρχονται από τη φτώχεια που εξαπλώνεται γύρω μας καθώς η πανούκλα. Τη φτώχεια, που είναι η βία στη χειρότερη μορφή της. 
Τα ξεχασμένα αρχεία, και τα ρηχά τα πιάτα που κάποιοι ξαφνικά ανακάλυψαν, δεν είναι πολιτισμός. Είναι ξεπεσμός. Είναι η ντροπή της ιστορικής μας ευθύνης. Όπως είναι ντροπή να πεθαίνουν από αρώστιες και πείνα παιδιά και γέροι αβοήθητοι. Όπως είναι ντροπή οι δημιουργοί ξαφνικά μετά θάνατο και μόνο τότε να γίνονται, διάσημοι, αγαπητοί, εμπορικοί.
Η δημιουργός πέθανε μόνη, άρωστη, όσο ζούσε δεν έτυχε κάποιας αναγνώρισης ικανής να της δώσει έστω ένα πιάτο φαγητό.  Για αυτό εργάστηκε ως νοσοκόμα, κοντά στον άνθρωπο, αυτό που φωτογράφιζε στους δρόμους όταν σχολούσε.
Κανείς δεν ήξερε τι φωτογραφίες έβγαζε, τι τις έκανε, γιατί τις έβγαζε. 
Τώρα; Όλοι θαυμάζουν και απορούν με το μυστήριο της ζωής και της δημιουργίας. Μπούρδες δηλαδή.
Γιατί εδώ σήμερα ισχύει το: «μακάριοι οι κατέχοντες τα ορφανά έργα».

Αφιερωμένο στη μοναχική συνάδελφο φωτογράφο Vivian Maier, που εργάστηκε 40 χρόνια ως νοσοκόμα για να μπορεί να ζήσει και να φωτογραφίζει.

Γιάννης Γλυνός